- χλαινηφόρος
- χλαινηφόρος, ον,A wearing a χλαῖνα, Epic. in BKT5(1).115.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλαινηφόρος — wearing a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαινηφόρος — και χλαινοφόρος, ον, Α αυτός που φορεί χλαίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλαῖνα + φόρος*] … Dictionary of Greek
χλαινοφόρος — ον, Α βλ. χλαινηφόρος … Dictionary of Greek